ξεπικρίζω

ξεπικρίζω
1. μετ. уменьшать горечь, подслащивать;
2. αμετ. терять горечь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξεπικρίζω" в других словарях:

  • ξεπικρίζω — ξεπικρίζω, ξεπίκρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπικρίζω — 1. χάνω την πικράδα μου 2. κάνω κάτι να χάσει την πικράδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πικρίζω] …   Dictionary of Greek

  • ξεπικρίζω — ξεπίκρισα, ξεπικρίστηκα 1. μτβ., βγάζω, αφαιρώ την πίκρα πράγματος, κάνω κάτι να μην είναι πικρό. 2. αμτβ., αποβάλλω την πικρή μου γεύση: Οι ελιές ξεπικρίζουν με το ξίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»